Καύλα
The Greek word for sexual arousement.
Can also mean aroused dick or a male/female that makes people aroused.
Can also mean aroused dick or a male/female that makes people aroused.
Πω ρε πούστη μου κοίτα μια καύλα!
Χθες είχα μια τρομερή καύλα. Αυνανίστηκα τρεις φορές μέσα σε μια ώρα!
Χθες είχα μια τρομερή καύλα. Αυνανίστηκα τρεις φορές μέσα σε μια ώρα!